μετεῖχε

μετεῖχε
μετέχω
partake of
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μπραμς, Γιοχάνες — (Jochannes Brahms, Αμβούργο 1833 – Βιέννη 1897). Γερμανός συνθέτης. Αποκάλυψε νωρίς μια εξαιρετική μουσική φύση και κάτω από τις οδηγίες του πατέρα του άρχισε να μελετά βιολί, πιάνο και σύνθεση. Από δέκα ετών άρχισε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις …   Dictionary of Greek

  • Τσαλδάρης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Παναγής (Καμάρι, Κορινθία 1868 – Αθήνα 1936). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συνέχισε στο Γκέτινγκεν (όπου συνδέθηκε στενά με τον Δημήτριο Γούναρη), στο Βερολίνο, στη Λιψία και στο Παρίσι. Δικηγόρος στην Αθήνα από το …   Dictionary of Greek

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • αρναούτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Δεσφίνα Παρνασσίδας. To 1821 τάχθηκε με τον Πανουργιά και πήρε μέρος στις μάχες Σαλώνων, Γραβιάς, Αλαμάνας, Αμπλιάνης, Αράχοβας, Διστόμου, Πέτρας και Αθήνας. Το 1829 κατατάχθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”